- παχύς
- -ιά, -ύ και παχιός, -ιά, -ιό / παχύς, -εῑα και ιων. τ. -έα, -ύ, ΝΜΑ1. αυτός που έχει αρκετό ή υπερβολικό πάχος, χοντρός2. (για πρόσ. και ζώα) (στην κυριολ. και μτφ.) αυτός που έχει πολύ λίπος στο σώμα του, παχύσαρκοςνεοελλ.1. (για μουστάκι) πυκνό2. (για φαγητό αυτός που έχει μαγειρευθεί με πολύ λίπος, βούτυρο ή λάδι («παχιά σούπα»)3. το ουδ. ως ουσ. το παχύτο λιπαρό μέρος τού κρέατος σε αντίθεση με την καθαυτό σάρκα, με το ψαχνό4. φρ. α) «παχύ έντερο»ανατ. μέρος τού εντέρου, μικρότερο σε μήκος αλλά πιο ευρύ από το λεπτό, το κατώτερο τμήμα του, από την ειλεοτυφλική βαλβίδα έως τον πρωκτό, που διακρίνεται στο τυφλό με την σκωληκοειδή απόφυση, στο κόλον και στο απευθυσμένο, που αποτελεί και το τέλος τού πεπτικού σωλήναβ) «παχιά λόγια»μτφ. α) πομπώδεις, ηχηρές εκφράσεις που προκαλούν εντύπωση αλλά δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότηταβ) κενές υποσχέσειςγ) καυχησιολογίεςνεοελλ.-μσν.1. (για κρέατα και άλλα εδώδιμα) λιπώδης, λιπαρός (α. «παχιά μπριζόλα» β. «παχύ τυρί»)2. (για πίτα και άλλα σχετικά εδέσματα) χοντρός, ογκωδέστερος τού συνηθισμένουνεοελλ.-αρχ.(για υγρά) αυτός που έχει μεγάλη πυκνότητα, παχύρρευστος, πηχτόςμσν.φρ. «τροφὴ παχεῑα» και «τροφή παχυτέρα» — τροφή που αποτελείται από κρέας, ψάρια, αβγά, τυρί και άλλα εδώδιμα, τροφή αρτυμένη, και όχι νηστήσιμηαρχ.1. (για πρόσ.) ρωμαλέος, στιβαρός, ισχυρός («ἐρείσατο χειρὶ παχείῃ γαίης» — στηρίχθηκε με το στιβαρό του χέρι στη γη, Ομ. Ιλ.)2. (για δέντρα και και για άψυχα) χοντρός, μεγάλος, ογκώδης3. (για ύφασμα) αδρός, βαρύς4. (για τρίχες) χοντρός5. (για τραπέζι) αυτό που έχει άφθονα εδέσματα, πλούσιο6. (για νοσήματα) αυτός που οφείλεται σε φλεγμονή7. (στην κωμωδία και πεζογρ.) α) μεγάλοςβ) χοντροκέφαλος, βλάκας, ηλίθιος, κουτός8. (για λόγο) τραχύς, βαρύς9. (για περιφράσεις) ευρύς, πλατύς10. (για φλόγα) μαυρειδερή, με καπνό11. (για γη) γόνιμος, πλούσιος, εύφορος12. σάρκινος, σαρκώδης13. υλιστικός, προσηλωμένος στα εγκόσμια και καθόλου πνευματώδης14. (για τη χροιά τού ήχου) βαρύς, βαθύς15. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) παχέαβαθέως, δυνατά («κορώνη παχέα κρώζουσα»)16) φρ. α) «παχὺς τὴν μνήμην» — αδύνατος στο μνημονικό (Φιλόστρ.)β) «παχύτερον ἔχειν τῆς ἀκοῆς» — είναι κάπως βαρύκοος (Ηλιόδ.)γ) «παχεῑα δραχμή»i) η αιγιναία δραχμή που είχε μεγαλύτερο βάρος από την αττικήii) (κατά τον Ησύχ.) το δίδραχμο, Αχαιός18. παροιμ. α) «πηλοῡ παχύτερος» — λεγόταν για άνθρωπο ηλίθιοβ) «παχεῑα παρὰ σφυρὸν γυνή» — λεγόταν για αισχρή και ακόλαστη γυναίκα.επίρρ...παχέως Α(για ορισμούς και λογικά επιχειρήματα) χονδρικώς, κατά προσέγγιση.[ΕΤΥΜΟΛ. Το, αρχαϊκού τύπου, επίθ. παχύς (< *φαχύς, με ανομοίωση) ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα *bhnğh- τής ΙΕ ρίζας *bhenğh- «παχύς, πυκνός» και αντιστοιχεί ακριβώς με το αρχ. ινδ. bahu- «άφθονος, μεγάλος, ευρύς». Το επίθ. παχύς έχει τη σημ. «ογκώδης, μεγάλος, ευτραφής, καλοθρεμμένος» (πρβλ. τη χρήση τού ρ. παχύνω για ζώα τα οποία εκτρέφει, παχαίνει κανείς) καθώς και «στέρεος, γεροδεμένος» (πρβλ. τη χρήση τού παχύς στον Όμηρο για χαρακτηρισμό ηρώων). Επίσης, το παχύς χρησιμοποιήθηκε μτφρ. για να δηλώσει τον αργόστροφο, τον βραδύνου σε αντιδιαστολή προς το λεπτός*, αλλά και με σημ. «εύπορος, πλούσιος» (πρβλ. οἱ παχέες, πάχητες). Τέλος, το επίθ. διακρίνεται από το πίων*, το οποίο χρησιμοποιείται κυρίως για το έδαφος, το χώμα, τους χυμούς ή για ζώα και αργότερα για τον άνθρωπο.ΠΑΡ. πάχος, παχύνω (-αίνω), παχύτης (-ητα)αρχ.πάχετος, πάχιστος, παχίων, παχῶμσν.-αρχ.πάχηςμσν.- νεοελλ.παχουλός, παχυλόςνεοελλ.παχούτσικος.ΣΥΝΘ. (Α συνθετικόβλ. παχυ-). (Β' συνθετικό) υπέρπαχυςαρχ.ισόπαχυς, νευρόπαχυς, υπόπαχυς, χρυσόπαχυς].
Dictionary of Greek. 2013.